- ὁλογράμματος
- ὁλο-γράμματος, mit ganzen, vollständigen Buchstaben, ausgeschrieben, nicht abgekürzt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολογράμματος — ὁλογράμματος, ον (Α) 1. ολόγραφος, γραμμένος με όλα τα γράμματα του, χωρίς σύντμηση ή περικοπή γραμμάτων 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ὁλογράμματος τίτλος έργου τού Μενεκράτους. επίρρ... ὁλογραμμάτως (Α) ολογράφως, χωρίς σύντμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) … Dictionary of Greek
ὁλογράμματος — with all its letters masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλογραμμάτως — ὁλογράμματος with all its letters adverbial ὁλογράμματος with all its letters masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλογραμμάτους — ὁλογράμματος with all its letters masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλογράμματα — ὁλογράμματος with all its letters neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek